Ελληνικό λάδι
Στο έδαφος της Ελλάδας καλλιεργούνται περισσότερα από 132 εκατομμύρια ελαιόδενδρα, από τα οποία παράγονται σε χρονιές κανονικές, περίπου 300.000 τόνοι ελαιολάδου ετησίως, εκ των οποίων το 82% ανήκει στην κατηγορία «εξαιρετικά παρθένο», ενώ της Ισπανίας μόνο το 25%-30% και της Ιταλίας το 40%-45% χαρακτηρίζονται έτσι. Περίπου η μισή από την ετήσια ελληνική παραγωγή ελαιολάδου εξάγεται προς τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Οι πιο σημαντικές ελαιοπαραγωγικές περιοχές στην Ελλάδα είναι η Πελοπόννησος, η οποία παράγει το 65% της συνολικής παραγωγής, καθώς επίσης και η Κρήτη και τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου. Η περισσότερο γνωστή ελληνική ποικιλία ελιάς είναι η κορωνέικη, προερχόμενη από τη νότιο Πελοπόννησο, και συγκεκριμένα την Κορώνη της Μεσσηνίας.
Η Ελλάδα είναι η τρίτη μεγαλύτερη ελαιοπαραγωγός χώρα στον κόσμο, μετά την Ιταλία και την Ισπανία.
Με κριτήριο την ποιότητα όμως, η Ελλάδα κατατάσσεται πρώτη στον κόσμο, καθώς σύμφωνα με στοιχεία του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποιήσεως Ελαιολάδου (ΣΕΒΙΤΕΛ), πάνω από το 70% της ελληνικής παραγωγής ελαιολάδου είναι «εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο».
Ιστορικά στοιχεία
Στον ελληνικό χώρο έχουν βρεθεί πιεστήρια για παραγωγή λαδιού από τις ελιές και αφετέρου δοχεία (πιθάρια) αποθήκευσης λαδιού που χρονολογούνται πριν από τα ιστορικά χρόνια.
Σύμφωνα με τις ανασκαφές που πραγματοποίησε στο πρωτοκυκλαδικό ΙΙ (2.700-2.300 π.Χ.) νεκροταφείου Σπεδού το 1903 ο Κλωνός Στέφανος μεταξύ των άλλων ευρημάτων αναφέρεται σε ένα επάργυρο πήλινο αγγείο το οποίο έφερε ίχνη αλλοιωμένου ελαιολάδου. Η επισταμένη έρευνα στο χημείο του Εθνικού Πανεπιστημίου υπό τον καθηγητή Κ. Ζεγγέλη απέδειξε, πέραν αμφισβητήσεως, την ύπαρξη ελαιόλαδου. Ο Κλώνος Στέφανος (στα Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας ΠΑΕ 1906) σημειώνει ότι μαζί με το επάργυρο πήλινο αγγείο βρέθηκε τριπλός πήλινος λύχνος ελαίου.
Οι χρήσεις του λαδιού, εκτός από τη χρήση του στις τροφές ήταν:
για τα αρώματα (αρωματικά λάδια)
σαν συντηρητικό
για περιποίηση του σώματος / καθαρισμό
στη βυρσοδεψία